Σοβιετικές ιστορίες τρόμου για παιδιά και εφήβους
Η ΕΣΣΔ είχε τους δικούς της αστικούς μύθους, βουτηγμένους στην σοβιετική πραγματικότητα. Χώρισα τις ιστορίες σε δύο μέρη, ακολουθώντας περίπου την ταξινόμηση του βιβλίου που τις έχει δημοσιεύσει. Οι πρώτες ιστορίες σχετίζονται φυσικά με τους “πιονέρους” τους αντίστοιχους προσκόπους της ΕΣΣΔ. Οι πιονέροι ήταν ο καλοκαιρινός παράδεισος των παιδιών στην σοβιετική εποχή, και ακριβώς γι’ αυτό η παιδική φαντασία έστησε αυτές τις ιστορίες με φόντο κατά βάση τις σοβιετικές παιδικές κατασκηνώσεις. Οι περισσότερες από αυτές τις κατασκηνώσεις ήταν χτισμένες μέσα στα δάση της Ρωσίας έξω από τις πόλεις.
Η δεύτερη κατηγορία ιστοριών είναι πιο σκοτεινές, και πιο σύγχρονες. Είναι ιστορίες που άρχισαν να γίνονται γνωστές στα τέλη της δεκαετίας του 80′ και μετά την κατάρρευση. Είναι ιστορίες διδακτικές, με πολλές παραλλαγές και ίσως οι λιγότερο χαρτογραφημένες. Αυτό που διαφέρει είναι εμφανές: στις πρώτες υπάρχει σχεδόν πάντα ένα αίσιο τέλος, μερικές φορές μάλιστα αστείο, ενώ στις δεύτερες όχι. Στις πρώτες οι εχθροί είναι γνωστοί, μακρινοί απόηχοι του παγανιστικού και μυθικού παρελθόντος που εξακολουθούσαν να στοιχειώνουν τη φαντασία της υποτιθέμενα “ορθολογικής” και κοσμικής κόκκινης κοινωνίας. Η δομή τους μάλιστα τις περισσότερες φορές προέρχεται από παλαιότερα παραδοσιακά ρωσικά παραμύθια. Οι δεύτερες ιστορίες είναι ιστορίες με νέους εχθρούς. Ο εχθρός τώρα δεν είναι το δάσος μα οι νέες επιθυμίες και οι νέες κοινωνικές καταστάσεις που αναδύονταν. Υπήρχε διάχυτη η εντύπωση ότι ο πλούτος, η «δυτικού τύπου” διασκέδαση κοκ θα έφερναν καταστροφή. Έτσι μαγικά αντικείμενα πλούτου που σημαίνουν την δυτική κουλτούρα “σκοτώνουν παιδιά και τους πίνουν το αίμα”, ίσως το πιο σταθερό μοτίβο στην ύστερη σοβιετική ιστορία των τρομακτικών παραμυθιών. Ιδιαίτερα σταθερό μοτίβο είναι επίσης και η σαφείς, αν και κεκαλυμμένες προειδοποιήσεις για τα σεξουαλικά εγκλήματα τα οποία γνώρισαν άνοδο από το 80′ και σε όλη την διάρκεια των ετών του 90′ .
Όπως και να έχει, αυτές οι ιστορίες μεταφράζονται και δημοσιοποιούνται εν είδη γνωριμίας. Δημοσιεύονται με αφορμή το “Halloween” αν και οφείλουμε να πούμε πως στην ΕΣΣΔ δεν γνώριζαν για αυτή την γιορτή παρά μόνο στα τέλη των 80s. Το νόημα μιας τέτοιας δημοσίευσης είναι να καταδείξει τον ουτοπικό χαρακτήρα που αποκτά η απόλαυση του τρόμου, ειδικότερα φυσικά στην ΕΣΣΔ. Μέσα από τον τρόμο οι άνθρωποι συνθηκολογούν με την πιο τρομακτική συνθήκη απ’ όλες: του να ζεις και να είσαι έκθετος στις άπειρες πιθανότητες του θανάτου. Μέσα από τον μεγάλο τρόμο, στο τέλος θριαμβεύει μια εξίσου μεγάλη χαρά, μια νίκη. Οι δεύτερες ιστορίες, οι οποίες σαφώς δεν ακολουθούν την ίδια δομή, αντικατοπτρίζουν ίσως μια πιο παγκόσμια τάση όπου στην ύστερη νεωτερικότητα η πίστη στο αίσιο τέλος έχει χαθεί. Και όμως κατά τη γνώμη μου δεν θα πρέπει να γίνονται έτσι κατανοητές. Πίσω και κάτω από τα κοινωνικά στερεότυπα, τους φόβους του άλλου «δυτικού”, και τα κομμάτια της μαύρης πραγματικότητας που κινητοποιούσαν για να μιλήσουν αυτές οι ιστορίες, κρύβεται ακόμα η επιθυμία για μια ζωή χωρίς φόβο, για μια ζωή που για να περπατάς στο δρόμο δεν χρειάζεται κουράγιο. Κάτω από όλα τα βάσανα του κόσμου, καμιά ελπίδα ακόμα δεν έχει σβήσει.
α. Τρομακτικές και αστείες ιστορίες που το καλό θριαμβεύει
Ι. Το ιπτάμενο μάτι
Σε μία κατασκήνωση ήταν μια φορά ένα μάτι. Στην όψη ήταν μάτι κανονικότατο, μόνο που ζούσε μόνο του, χωρίς σώμα και έπλεε στον αέρα από δω και κει. Επίσης είχε χρυσαφί χρώμα και σε μέγεθος ήταν μεγαλύτερο από το κεφάλι ενός ανθρώπου. Το βράδυ εμφανιζόταν στην κατασκήνωση και πετώντας αριστερά δεξιά σκότωνε παιδιά. Αν κάποιο παιδί σηκωνόταν από την κουκέτα του το μάτι το έκαιγε ζωντανό. Στους μεγάλους δεν έκανε τίποτα, μια φορά πέρασε ανάμεσα από τα πόδια του διευθυντή και δεν έγινε τίποτα.
Αλλά στα παιδιά δεν έδειχνε κανένα έλεος. Τρόπος να κρυφτείς από αυτό υπήρχε, να κρυφτείς μέχρι το κεφάλι με μια κουβέρτα. Έτσι και έκανε μια έξυπνη κοπέλα, που άνοιξε μια μικρή τρυπούλα στην κουβέρτα και κρυφοκοίταζε ενώ παρίστανε την κοιμισμένη. Έτσι και έγινε και το μάτι δεν την κατάλαβε. Με το που βγήκε το μάτι από το δωμάτιο ξανά στον διάδρομο, η κοπέλα κρυφά το ακολούθησε και είδε πως φωλιάζει κάτω από την βεράντα του κοιτώνα.
Την επόμενη μέρα το είπε στον διευθυντή της κατασκήνωσης. Αυτός διέταξε έναν στρατιώτη με ένα Καλάσνικοφ να σταθεί το βράδυ στο διάδρομο και να πυροβολήσει το μάτι. Έτσι και έγινε, αλλά οι σφαίρες δεν χτυπούσαν το μάτι αλλά πήγαιναν αριστερά και δεξιά σαν να τις απέκρουε. Προσπάθησε να το χτυπήσει με το όπλο μα το όπλο πήρε φωτιά. Την επόμενη μέρα από την τοπική διοίκηση ήρθαν μπουλντόζες και ισοπέδωσαν τη κατασκήνωση ενώ την βεράντα την βομβάρδισαν με πολυβόλα. Το μάτι δεν ξαναφάνηκε ξανά, και τώρα εκεί υπάρχει πυκνό δάσος. Λένε ότι αυτό έγινε κάπου στην ανατολική Ουκρανία, στο Σβερντλοβσκ.
ΙΙ. Τα πουλιά από τη Σελήνη.
Αυτή η ιστορία συνέβη στην κατασκήνωση Νο 12. Μια φορά, το τζάμι στο φυλάκιο του φρουρού ράγισε, και έτσι έφεραν από το υπόγειο ένα άλλο τζάμι και έβαλαν. Στο νέο τζάμι ήταν ζωγραφισμένο ένα όμορφο φεγγάρι και μερικά φύλλα από έλατο. Την επόμενη μέρα βρήκαν μέσα στο φυλάκιο τον φύλακα νεκρό. Ήταν ο μισός φαγωμένος και φαινόταν λες και τον είχαν ραμφίσει.
Ήρθε η πολιτοφυλακή και τίποτα δεν κατάφερε να ξεκαθαρίσει. Τότε ένας νεαρός είπε στα παιδιά πως μάλλον ήταν τα πουλιά της Σελήνης που έφαγαν τον φύλακα γιατί το φεγγάρι ήταν μισό και η ζωγραφιά στο τζάμι έδειχνε πανσέληνο και έτσι τους άνοιξε το δρόμο. Ένα άλλο αγόρι, που θεωρούσε τον εαυτό του πολύ θαρραλέο δεν τον πίστεψε και άρχισε να τον κοροϊδεύει. Τελικά τσακώθηκαν. Το επόμενο βράδυ τα παιδιά κρύφτηκαν στο φυλάκιο και περίμεναν να δουν τι θα γίνει. Το φεγγάρι βγήκε και σιγά σιγά συνέπεσε με το φεγγάρι στο τζάμι. Και τότε τα φύλλα έγιναν ζωντανά και άρχισαν να ανθίζουν και αμέσως εμφανίστηκαν πουλιά από το φεγγάρι να πετούν. Τα παιδιά τρόμαξαν και άρχισαν να τρέχουν και να που τα πουλιά μπήκαν από το παράθυρο μέσα και άρχισαν να πετούν και να κυνηγούν τα παιδιά. Αυτά ήταν τρομακτικά πουλιά με κόκκινα μάτια και φτερά σαν νυχτερίδας ή δράκου. Άρχισαν να ραμφίζουν τα παιδιά και να τα χτυπούν με τα φτερά τους και τελικά έπιασαν τον έξυπνο που δεν πίστευε σε αυτά και τον τράβηξαν μέσα στη ζωγραφιά στο τζάμι. Και εκεί εμφανίστηκε ένα ζωγραφισμένο ανθρωπάκι που ήταν μπλεγμένο μέσα στα ζωγραφιστά κλαδιά. Το πρωί, στην ίδια θέση ήταν ζωγραφισμένος ένας μικρός σκελετός.
Τα παιδιά την άλλη μέρα τα είπαν όλα στον ομαδάρχη και στον αξιωματικό της πολιτοφυλακής αλλά δεν τους πίστεψαν, είπαν πως μόνα τους ζωγράφισαν το σκελετό. Τα παιδιά βάλθηκαν τότε να καθαρίσουν το σχέδιο από το τζάμι μα δεν έφευγε με τίποτα. Τελικά το έσπασαν σε πολύ μικρά κομματάκια και το πέταξαν μακριά. Τα τιμώρησαν αυστηρά για αυτό, αλλά τα πουλιά ευτυχώς, δεν εμφανίστηκαν ποτέ ξανά.
ΙΙΙ. Το κόκκινο σημείωμα
Μια φορά και έναν καιρό ζούσαν σε μια κατασκήνωση παιδιά. Κοντά στη κατασκήνωση είχε ένα νεκροταφείο. Μια μέρα, στο δωμάτιο των κοριτσιών βρέθηκε ένα κόκκινο σημείωμα. Το σημείωμα έγραφε πως “προσκαλώ μια μορφονιά από σας να συναντηθούμε, αλλά στους μεγάλους μην πείτε τίποτα, είμαι ένας πολύ ωραίος νεαρός και θέλω να σας συναντήσω. Έλα στις 23.30 στην είσοδο του νεκροταφείου!”. Έτσι και έγινε. Μια κοπέλα πήγε και το πρωί δεν γύρισε. Την επόμενη μέρα, μετά το πρωινό, βρήκαν ένα ολόιδιο γράμμα, και μια άλλη κοπέλα πήγε να βρει την προηγούμενη. Επίσης δεν γύρισε. Αυτό γινόταν για τρεις μέρες.
Μια μέρα, η Βίκα, η οποία έμενε στην κατασκήνωση, δεν τα πήγε καλά στην πρωινή άσκηση και δεν κάθισε σε όλο το πρωινό, γύρισε στο δωμάτιο νωρίς. Εκεί ανοίγοντας την πόρτα, είδε ένα βαμπίρ που έγραφε το σημείωμα που έβρισκαν με τα δόντια του, και το αίμα πότιζε το χαρτί κάνοντας το κόκκινο. Η κοπέλα τρόμαξε πολύ και με το που το βαμπίρ πέταξε, έκαψε το σημείωμα και τηλεφώνησε αμέσως στην πολιτοφυλακή. Την επόμενη μέρα η πολιτοφυλακή ήρθε και κρύφτηκε στο δωμάτιο της κοπέλας πολύ νωρίς και περίμεναν εκεί. Με το που ήρθε το βαμπίρ και άρχισε να γράφει γράμματα στις κοπέλες βρήκαν και άρχισαν να γαζώνουν το δωμάτιο, μα το βαμπίρ δεν πέθαινε. Τότε ένας γενναίος πολιτοφύλακας το πέτυχε στα δόντια με τα οποία έγραφε. Το βαμπίρ πέθανε και ο πολιτοφύλακας πήρε παράσημο.
β. Προειδοποιήσεις και διδαχές μιας μεταβατικής εποχής
Ι. Το λεωφορείο μηχανή του κιμά
Ήταν μια φορά και έναν καιρό ένα λεωφορείο στην Μόσχα πολύ τρομακτικό γιατί όσοι έμπαιναν μέσα χάνονταν. Το λεωφορείο το οδηγούσε ένας μυστήριος άντρας που είχε πάντα το πρόσωπο του τυλιγμένο με μια κόκκινη γάζα. Η πολιτοφυλακή το έψαχνε μα δεν μπορούσε να το βρει.
Μια μέρα μπήκε μέσα ένας νεαρός. Καθώς μπήκε, το λεωφορείο απομακρύνθηκε και οι επιβάτες δεν κατάλαβαν τίποτα, βγήκε έξω από τη Μόσχα στο πυκνό δάσος. Εκεί το λεωφορείο σταμάτησε και τα καθίσματα άνοιξαν και από κάτω από κάθε κάθισμα εμφανίστηκαν μηχανές του κιμά που έκαναν τους ανθρώπους πολτό! Ο οδηγός έβγαλε την γάζα και δεν είχε πρόσωπο αλλά απλά ένα τεράστιο στόμα με ένα μυτερό κόκκινο δόντι από αίμα και έτρωγε λαίμαργα τους επιβάτες. Δεν κατάφερε να πιάσει τον νεαρό όμως ο οποίος έτρεξε πίσω στην πόλη και είπε όσα είδε στην πολιτοφυλακή. Η πολιτοφυλακή προσπάθησε να ψάξει το λεωφορείο μα δεν το βρήκε.
ΙΙ. Θ.Σ.Π (ССД), πρώτη εκδοχή
Μια φορά και έναν καιρό ζούσαν στην επαρχεία κάποιες κοπέλες. Περπατούσαν σε έναν ερημικό δρόμο και πήγαιναν στην γιαγιά τους. Τότε τα πρόλαβε ένα ακριβό μαύρο αμάξι που στις πινακίδες του έγραφε τα γράμματα “Θ.Σ.Π”. Από μέσα βγήκε ένας καλοντυμένος γέρος και προσπάθησε να πείσει τα κορίτσια να κάτσουν στο αμάξι μαζί του. Τα κορίτσια τρόμαξαν και αρνήθηκαν. Το αμάξι άρχισε να τα κυνηγά και τελικά πρόλαβε και έπιασε ένα.
Την επόμενη μέρα η κοπέλα ενημέρωσε τους συγγενείς της και την πολιτοφυλακή και τελικά βρήκαν το αμάξι και η κοπέλα σώθηκε. Το μυστηριώδες αμάξι το έψαχναν σε όλη την επαρχεία, και οι πινακίδες του σήμαιναν “Θάνατος στα Σοβιετικά Παιδιά”.
ΙΙΙ. Θ.Σ.Π (ССД), δεύτερη εκδοχή
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα κορίτσι. Το κορίτσι είχε γενέθλια και έτσι ήρθαν στο σπίτι καλεσμένοι να γιορτάσουν. Ήρθαν γιόρτασαν, της έκαναν δώρα και μετά έφυγαν. Με το που έφυγαν και η κοπέλα ήταν έτοιμη να κοιμηθεί χτύπησε ξανά το κουδούνι. Η κοπέλα αναχάρηκε καθώς πίστεψε πως οι καλεσμένοι επέστρεψαν. Ανοίγει την πόρτα και τι να δει: δεν ήταν κανείς και απλά υπήρχε ένα όμορφα τυλιγμένο κουτί στην πόρτα της. Το κουτί ήταν πλουσιοπάροχα στολισμένο με μια πολύ ωραία κάρτα που έγραφε χρόνια πολλά. Η κοπέλα άνοιξε το κουτί και είδε μια υπέροχη κουκλα με μεταξωτά ξανθά μαλλιά, δέρμα λευκό σαν χιόνι και όμορφα γαλανά μάτια. Η κοπέλα αποκοιμήθηκε με την κούκλα και η μητέρα της ήταν χαρούμενη που ένα δώρο, της άρεσε τόσο πολύ.
Οι μέρες περνούσαν όμως και κάτι περίεργο συνέβαινε. Η έκφραση στο πρόσωπο της κούκλας γινόταν όλο και πιο αιμοβόρα, με ένα ανατριχιαστικό χαμόγελο ενώ η κοπέλα όλο και πιο χλωμή. Μια μέρα η κοπέλα δεν ξύπνησε. Η μητέρα της τρελάθηκε από την θλίψη και έπιασε και έκανε την κούκλα χίλια κομμάτια. Μέσα της βρέθηκαν δύο φιάλες με αίμα της κοπέλας. Από πίσω στην κούκλα βρέθηκαν χαραγμένα μόνο τρία γράμματα: “Θ.Σ.Π”.
Ι.V. Η ντισκοτέκ
Μια φορά ζούσε μια κοπέλα στη Μόσχα και ήθελε να πάει στη ντισκοτέκ γιατί είχε αγοράσει ένα καινούριο όμορφο τζιν. Η μητέρα της ήταν δύσπιστη αλλά την άφησε, λέγοντας να είναι πίσω στις 11. Η κοπέλα ντύθηκε καλά, φόρεσε τα κοσμήματα της και έφυγε. Πήγε 11 και η μητέρα της ακόμα περίμενε. Πήγε 12, 1, 2, 3, τελικά στις 4 χτύπησε το κουδούνι. Η πόρτα ανοίγει και η μητέρα βλέπει τα πόδια της κόρης της με το καινούριο της τζιν να περπατούν μπροστά στο κατώφλι της ενώ το υπόλοιπο σώμα από πάνω να λείπει…